Ένα από τα μεγάλα μυστήρια που προέκυψαν από την πανδημία του κορωνοϊού και το οποίο ερευνάται ακόμη από τους λοιμωξιολόγους είναι γιατί κάποιοι άνθρωποι κολλούν την Covid-19 κι άλλοι όχι, ακόμη κι όταν έχουν εκτεθεί εξίσου στον ιό.
Είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις οικογενειών που μολύνθηκαν με τον κορωνοϊό και χρειάστηκε
να μπουν σε αυτοαπομόνωση, αλλά υπάρχουν και ορισμένες με ζευγάρια και οικογένειες όπου ένα μέλος κόλλησε τη νόσο και άλλα όχι. Και όπως εξηγεί στο CNBC ο καθηγητής Ανοσολογίας του Imperial Colleg London, Ντάνι Άλτμαν, οι μελέτες δείχνουν ότι η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιο μέλος οικογένειας όταν ένα άλλο διαγνωστεί θετικό «δεν είναι τόσο πολλές όσο θα φανταζόμασταν».Ο ρόλος της διασταυρούμενης ανοσίας
Μια νέα έρευνα που δημοσίευσε τον περασμένο μήνα το Imperial College London υποδεικνύει ότι άτομα με υψηλότερα επίπεδα Τ-λεμφοκυττάρων (ένας τύπος κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος) από κορωνοϊούς του κοινού κρυολογήματος είχαν μικρότερες πιθανότητες να μολυνθούν με SARS-CoV-2.
H δρ Ρία Κούντου, βασική συντάκτρια της μελέτης, είπε ότι «η έκθεση στον SARS-CoV-2 δεν συνεπάγεται πάντα μόλυνση και προσπαθήσαμε να καταλάβουμε το γιατί. Διαπιστώσαμε ότι υψηλά επίπεδα προϋπαρχόντων T-κυττάρων, που δημιουργεί ο οργανισμός όταν μολύνεται με άλλους κορωνοϊούς, όπως του κοινού κρυολογήματος, μπορούν να παράσχουν προστασία κατά της μόλυνσης με Covid-19». Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι «αν και πρόκειται για σημαντική ανακάλυψη, συνιστά μόνον μια μορφή προστασίας και ουδείς θα έπρεπε να βασίζεται μόνον σε αυτή. Αντίθετα, ο καλύτερος τρόπος προστασίας είναι ο πλήρης εμβολιασμός, της ενισχυτικής δόσης περιλαμβανομένης».
Ο καθηγητής Μοριακής Ογκολογίας του Πανεπιστημίου Γουόργουϊκ, Λόρενς Γιανγκ, είπε στο CNBC ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα άτομα εκείνα που εκτέθηκαν σε μολυσμένα μέλη των οικογενειών τους ή συγκατοίκους, αλλά δεν μολύνθηκαν. Τα πρώτα στοιχεία, πρόσθεσε, υποδεικνύουν ότι τα άτομα αυτά έχουν αποκτήσει ανοσία από προηγούμενες λοιμώξεις με κορωνοϊούς κοινού κρυολογήματος. Περίπου το 20% των μολύνσεων με κοινό κρυολόγημα οφείλεται σε κορωνοϊούς, «αλλά παραμένει άγνωστο γιατί ορισμένα άτομα διατηρούν επίπεδα διασταυρούμενης ανοσίας».
Ο ρόλος των εμβολίων
Πέρα από την ανοσία λόγω προηγούμενης λοίμωξης με κορωνοϊούς, ο εμβολιασμός είναι πιθανώς ένας πρόσθετος παράγοντας γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι στην Covid-19 σε σχέση με άλλους.
Οι εμβολιαστικές εκστρατείες και με ενισχυτικές δόσεις έχουν προχωρήσει στις περισσότερες δυτικές χώρες και τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού SARS-CoV-2 αποδείχθηκε ότι μειώνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης, εισαγωγής σε νοσοκομείο και θανάτου, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά έναντι των γνωστών παραλλαγών του ιού. Δεν είναι, όμως, 100% αποτελεσματικά στην πρόληψη της λοίμωξης και η ανοσία που παρέχουν φθίνει συν τω χρόνω.
Για τον Άντριου Φρίμαν, ειδικό στα λοιμώδη νοσήματα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, πιθανώς να σχετίζεται με την ανοσία από τον εμβολιασμό, προηγούμενη μόλυνση ή και αμφότερα το γεγονός ότι κάποια άτομα κολλούν τον κορωνοϊό και άλλα όχι. «Γνωρίζουμε», λέει, «ότι πολλοί άνθρωποι, αν και πλήρως εμβολιασμένοι και μολονότι έκαναν και ενισχυτική δόση, μολύνθηκαν με την Όμικρον (ως επί το πλείστον ήπια). Ωστόσο, ο εμβολιασμός εξακολουθεί να μειώνει τις πιθανότητες να μολυνθεί κάποιος με την Όμικρον και η ανοσοαπόκριση ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έτσι κάποιοι μολύνονται και άλλοι όχι, παρά την πολύ σημαντική έκθεσή τους στον κορωνοϊό».
Ο γενετικός παράγοντας
Ένα άλλο ερώτημα που προέκυψε στη διάρκεια της πανδημίας είναι γιατί δύο άτομα με Covid-19 αντιδρούν τόσο διαφορετικά στη λοίμωξη: το ένα να εμφανίζει πολύ βαριά συμπτώματα, επί παραδείγματι, και το άλλο να είναι ασυμπτωματικό. Η απάντηση ίσως να έγκειται στα γονίδιά μας. Ο ανοσολόγος Άλτμαν λέει ότι διεξήγαγε με τους συναδέλφους του έρευνα που θα δημοσιοποιηθεί προσεχώς για την ανοσογενετική (ουσιαστικά τη σχέση μεταξύ γενετικής και ανοσοποιητικού συστήματος) και τη μόλυνση από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 και βρήκαν ότι παραλλαγές μεταξύ των ανοσοποιητικών συστημάτων των ανθρώπων «κάνουν τη διαφορά τουλάχιστον ως προς την εμφάνιση ή μη συμπτωμάτων».