Οι συχνές καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις και οι πλημμύρες φαίνεται να πλήττουν την
παραγωγικότητα στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα ακόμη περισσότερο από
ό,τι στον πρωτογενή, κάτι που ανατρέπει τη συμβατική σοφία για αυτό το ζήτημα.
Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται όταν αυξάνουν οι ημέρες με βροχή, ιδίως με καταιγίδες, σύμφωνα με μία νέα γερμανική επιστημονική έρευνα, την πρώτη που αναλύει τόσο διεξοδικά αυτήν τη συσχέτιση, την οποία τα περισσότερα κλιματικά μοντέλα έχουν υποτιμήσει μέχρι σήμερα.
Η επίπτωση στην παραγωγικότητα από τις συχνές και έντονες βροχές εκτιμάται ότι είναι απρόσμενα μεγαλύτερη στις πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες, ιδίως στους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών τους, παρά στις φτωχότερες αγροτικές χώρες, μία διαπίστωση που αναιρεί εν μέρει την κυρίαρχη αντίληψη ότι το κόστος της κλιματικής αλλαγής το φέρουν πρωτίστως οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, οι συχνές καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις και οι πλημμύρες φαίνεται να πλήττουν την παραγωγικότητα στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα ακόμη περισσότερο από ό,τι στον πρωτογενή, κάτι που ανατρέπει τη συμβατική σοφία για αυτό το ζήτημα.
Οι ερευνητές του γερμανικού Ινστιτούτου Ερευνών του Πότσνταμ στις Επιπτώσεις του Κλίματος, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», ανέλυσαν στοιχεία για 1.554 περιοχές σε 77 χώρες για μία περίοδο 40 ετών (1979-2019), βρίσκοντας σαφή συσχέτιση ανάμεσα στις ημέρες με βροχοπτώσεις, ιδίως όταν τα φαινόμενα είναι ακραία, και στο επίπεδο του ΑΕΠ και στην πορεία της οικονομίας. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η αναμενόμενη ένταση των βροχοπτώσεων στο μέλλον, λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, π.χ. προκαλώντας ολοένα συχνότερες διακοπές ρεύματος, καταστροφές υποδομών, παρακώλυση της οικονομικής δραστηριότητας κ.ά.
«Είναι κάτι που αφορά την ευημερία μας και τελικά τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων. Οι οικονομίες σε όλον τον κόσμο επιβραδύνονται όσο περισσότερες είναι οι «υγρές» ημέρες και οι ακραίες βροχοπτώσεις, μία σημαντική διαπίστωση που βελτιώνει την κατανόησή μας για το πραγματικό κόστος της κλιματικής αλλαγής», δήλωσε η ερευνήτρια Λεόνι Βεντς. Πρόσθεσε ότι «οι μακρο-οικονομικές αξιολογήσεις για τις κλιματικές επιπτώσεις έχουν μέχρι στιγμής εστιαστεί κυρίως στη θερμοκρασία και ελάχιστα στις αλλαγές στις βροχοπτώσεις, με αποτέλεσμα να χάνεται η πλήρης εικόνα. Μολονότι οι περισσότερες βροχές μέσα στον χρόνο είναι γενικά καλές για τις οικονομίες, ιδίως όσες εξαρτώνται από τη γεωργία, το βασικό ερώτημα είναι πώς κατανέμεται η βροχή στις ημέρες του έτους. Οι έντονες ημερήσιες βροχοπτώσεις, τελικά, κάνουν ζημιά παρά καλό, ιδίως στις πλούσιες βιομηχανοποιημένες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία ή η Γερμανία».
Το «φόρτωμα» της ατμόσφαιρας της Γης με «αέρια του θερμοκηπίου», κυρίως από την καύση των ορυκτών καυσίμων, οδηγεί σε σταδιακή άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη και αυτή η υπερθέρμανση του αέρα, μεταξύ άλλων, έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα και τελικά να γίνονται βροχή. «Αποσταθεροποιώντας το κλίμα μας, βλάπτουμε τις οικονομίες μας. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η καύση των ορυκτών καυσίμων δεν αποσταθεροποιεί, επίσης, τις κοινωνίες μας», τόνισε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ Άντερς Λέβερμαν.
Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται όταν αυξάνουν οι ημέρες με βροχή, ιδίως με καταιγίδες, σύμφωνα με μία νέα γερμανική επιστημονική έρευνα, την πρώτη που αναλύει τόσο διεξοδικά αυτήν τη συσχέτιση, την οποία τα περισσότερα κλιματικά μοντέλα έχουν υποτιμήσει μέχρι σήμερα.
Η επίπτωση στην παραγωγικότητα από τις συχνές και έντονες βροχές εκτιμάται ότι είναι απρόσμενα μεγαλύτερη στις πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες, ιδίως στους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών τους, παρά στις φτωχότερες αγροτικές χώρες, μία διαπίστωση που αναιρεί εν μέρει την κυρίαρχη αντίληψη ότι το κόστος της κλιματικής αλλαγής το φέρουν πρωτίστως οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, οι συχνές καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις και οι πλημμύρες φαίνεται να πλήττουν την παραγωγικότητα στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα ακόμη περισσότερο από ό,τι στον πρωτογενή, κάτι που ανατρέπει τη συμβατική σοφία για αυτό το ζήτημα.
Οι ερευνητές του γερμανικού Ινστιτούτου Ερευνών του Πότσνταμ στις Επιπτώσεις του Κλίματος, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», ανέλυσαν στοιχεία για 1.554 περιοχές σε 77 χώρες για μία περίοδο 40 ετών (1979-2019), βρίσκοντας σαφή συσχέτιση ανάμεσα στις ημέρες με βροχοπτώσεις, ιδίως όταν τα φαινόμενα είναι ακραία, και στο επίπεδο του ΑΕΠ και στην πορεία της οικονομίας. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η αναμενόμενη ένταση των βροχοπτώσεων στο μέλλον, λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, π.χ. προκαλώντας ολοένα συχνότερες διακοπές ρεύματος, καταστροφές υποδομών, παρακώλυση της οικονομικής δραστηριότητας κ.ά.
«Είναι κάτι που αφορά την ευημερία μας και τελικά τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων. Οι οικονομίες σε όλον τον κόσμο επιβραδύνονται όσο περισσότερες είναι οι «υγρές» ημέρες και οι ακραίες βροχοπτώσεις, μία σημαντική διαπίστωση που βελτιώνει την κατανόησή μας για το πραγματικό κόστος της κλιματικής αλλαγής», δήλωσε η ερευνήτρια Λεόνι Βεντς. Πρόσθεσε ότι «οι μακρο-οικονομικές αξιολογήσεις για τις κλιματικές επιπτώσεις έχουν μέχρι στιγμής εστιαστεί κυρίως στη θερμοκρασία και ελάχιστα στις αλλαγές στις βροχοπτώσεις, με αποτέλεσμα να χάνεται η πλήρης εικόνα. Μολονότι οι περισσότερες βροχές μέσα στον χρόνο είναι γενικά καλές για τις οικονομίες, ιδίως όσες εξαρτώνται από τη γεωργία, το βασικό ερώτημα είναι πώς κατανέμεται η βροχή στις ημέρες του έτους. Οι έντονες ημερήσιες βροχοπτώσεις, τελικά, κάνουν ζημιά παρά καλό, ιδίως στις πλούσιες βιομηχανοποιημένες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία ή η Γερμανία».
Το «φόρτωμα» της ατμόσφαιρας της Γης με «αέρια του θερμοκηπίου», κυρίως από την καύση των ορυκτών καυσίμων, οδηγεί σε σταδιακή άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη και αυτή η υπερθέρμανση του αέρα, μεταξύ άλλων, έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα και τελικά να γίνονται βροχή. «Αποσταθεροποιώντας το κλίμα μας, βλάπτουμε τις οικονομίες μας. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η καύση των ορυκτών καυσίμων δεν αποσταθεροποιεί, επίσης, τις κοινωνίες μας», τόνισε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ Άντερς Λέβερμαν.