Στις χωματερές πλαστικών σκουπιδιών έχουν κάνει την εμφάνιση τους αόρατοι καταστροφείς αυτών των πλαστικών.
Ο πλανήτης μας υποφέρει εκτός των άλλων και από την τεραστίων διαστάσεων και συνεχώς αυξανόμενη μόλυνση της στεριάς και των θαλασσών με πλαστικά σκουπίδια. Για διαφόρους
λόγους οι προσπάθειες περιορισμού της χρήσης αλλά και απόρριψης πλαστικών υλών και αντικειμένων δεν έχει επιτευχθεί με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται καθημερινά ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες πλαστικών σκουπιδιών οι οποίες μολύνουν κυριολεκτικά κάθε γωνιά του πλανήτη. Η επιστημονική κοινότητα αναζητεί εναγωνίως κάποιες λύσεις αναπτύσσοντας εναλλακτικά στο πλαστικό υλικά αλλά και μεθόδους ανακύκλωσης ή καταστροφής των πλαστικών σκουπιδιών.Στο παιχνίδι όπως φαίνεται μπαίνει και η ίδια η φύση η οποία αντιδρά και αναπτύσσει τους δικούς της αμυντικούς μηχανισμούς. Τα τελευταία χρόνια είχαν εντοπιστεί κάποιοι μικροοργανισμοί που βρίσκονταν κατά βάση σε χωματερές οι οποίοι διαπιστώθηκε ότι εξελίχθηκαν έτσι ώστε να καταναλώνουν πλαστικές ύλες.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας Chalmers στη Σουηδία ανέλυσαν δείγματα DNA που συλλέχθηκε στο έδαφος και τη θάλασσα 38 χωρών από όλες τις περιοχές της Γης. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «mBio» αποκάλυψαν την παρουσία 30 χιλιάδων ένζυμων τα οποία έχουν την ικανότητα να τρώνε δέκα διαφορετικούς τύπους πλαστικών υλών ανάμεσα τους και το τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (ΡΕΤ) που χρησιμοποιείται κατά κόρον σε πλαστικές συσκευασίες και ειδικά στα πλαστικά μπουκάλια.
Όπως φαίνεται ένας μεγάλος αριθμός μικροβίων έχει εξελιχθεί για να καταναλώνει πλαστικές ύλες γεγονός που όπως είναι ευνόητο θα βοηθήσει στην προσπάθεια καθαρισμού του φυσικού περιβάλλοντος από τα πλαστικά σκουπίδια. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση αυτών των μικροβίων όπως είναι επόμενο βρίσκεται σε περιοχές που υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση πλαστικών σκουπιδιών.
Η μαζική μόλυνση του περιβάλλοντος με πλαστικά σκουπίδια ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και σύμφωνα με τους ειδικούς αυτά τα περίπου 70 έτη ήταν αρκετό χρονικό διάστημα ώστε διάφορα μικρόβια που βρίσκονταν σε περιοχές που υπήρχε τέτοια μόλυνση να εξελιχθούν για να ανταποκριθούν στο περιβάλλον στο οποίο ζούνε. «Πρόκειται για μια σημαντική επίδειξη του πώς το περιβάλλον αντιδρά στις πιέσεις που του ασκεί η ανθρωπότητα» αναφέρει ο Αλεξέι Ζελέζνιακ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.