Η Αθηνά Σημιτζή γεννήθηκε κοντά στα Σκόπια από Έλληνες γονείς, μεγάλωσε στη χώρα που πλέον λέγεται Βόρεια Μακεδονία και ήρθε στην Ελλάδα το 1998. H ζωή της είναι μία ζωή
που συμπυκνώνει όλο το μακεδονικό πρόβλημα. Η σχεδόν απαγορευμένη γλώσσα, το διάστημα χωρίς ελληνική ιθαγένεια, οι παππούδες που δεν της έμαθαν Ελληνικά και τα περί μακεδονικής μειονότητας.
Του Νίκου Γιαννόπουλου
Από τη στιγμή που προέκυψαν οι πρώτες πληροφορίες ότι οι κκ Τσίπρας και Ζάεφ όδευαν σε λύση για το Μακεδονικό πρόβλημα ακούστηκαν χιλιάδες απόψεις. Κυρίως από ειδικούς αλλά και από μη ειδικούς. Ουδείς όμως έδωσε το λόγο στους ανθρώπους που λυτρώθηκαν από αυτή τη συμφωνία. Τους Έλληνες που ζουν στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας αλλά είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στο βόρειο κομμάτι της (τώρα Βόρεια Μακεδονία, στα χρόνια της Γιουγκοσλαβίας, γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας). Λες και ήταν Ελληνες πολίτες διαφορετικής ποιοτικής στάθμης.
Η ιστορίας ζωής της Αθηνάς Σιμιτζή, που ζει και εργάζεται τα τελευταία 20 χρόνια στην Καστοριά αλλά έχει γεννηθεί στο Βέλες της Βόρειας Μακεδονίας, συμπυκνώνει θα έλεγε κανείς όλες τις παραμέτρους του Μακεδονικού προβλήματος τα τελευταία 70 χρόνια (τουλάχιστον). Παππούδες Ελληνες Μακεδόνες, γονείς γεννημένοι στην γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας (σημερινή βόρεια Μακεδονία) η ίδια και οι αδελφές της γεννημένες επίσης εκεί αλλά εν συνεχεία οικονομικές μετανάστριες στη χώρα από την οποία κατάγονταν! Ένα απίστευτο γαϊτανάκι της ιστορίας που ίσως θα μπορούσε να εμπνεύσει τον αείμνηστο Θόδωρο Αγγελόπουλο (αν βρισκόταν ακόμη στη ζωή) για ένα κινηματογραφικό έπος.
Το κουβάρι της ζωής της η Αθηνά το ξετύλιξε μόνη της και έχει πραγματικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να το ακολουθήσετε. Είναι ένα κουβάρι γνώσης αλλά και συναίσθησης- ευθύνης. Θα διαβάσετε και πράγματα που δεν θα σας αρέσουν αλλά αυτά έχει η ιστορική αλήθεια. Καμιά φορά πονάει.
“Γεννήθηκα το 1976 στο Βέλες, μία μικρή πόλη κοντά στο Σκόπια. Οι γονείς μου είχαν γεννηθεί επίσης εκεί αλλά οι δικοί τους γονείς προέρχονταν από το ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας. Καστοριά, Έδεσσα, Δράμα, Πρέσπες και αλλού.
Πήρα το όνομά μου από τη γιαγιά μου, την Αθηνά. Στην γλώσσα όμως που μιλούσαμε εκεί που γεννηθήκαμε γράμμα θήτα δεν υπάρχει. Οπότε η γιαγιά μου έγινε αμέσως Τίνα. Και εγώ, ως πιο μικρή, Τίνγκα, ήταν το χαϊδευτικό. Μ’ αυτό το όνομα μεγάλωσα. Και το επίθετο Σιμιτζίεβα, το σλάβικο του Σιμιτζή. Το επίθετο το ελληνικό το πήρα πίσω όταν απέκτησα την ελληνική ιθαγένεια, δεν πήρα όμως και το όνομα, φοβήθηκα ότι θα αργούσα. Τα χαρτιά μου λένε ακόμα Τίνγκα αλλά όλοι με ξέρουν και με φωνάζουν Αθηνά.
Οι γονείς της μάνας μου ήταν αντάρτες. Εδρασαν εκεί όπου γυρίστηκε η ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Ψυχή βαθιά”. Εν συνεχεία όμως πολλοί άλλοι σύντροφοί τους εκείνη την εποχή πήραν το δρόμο προς τα σοσιαλιστικά κράτη και έφτασαν μέχρι την Τασκένδη της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Η μάνα μου γεννήθηκε στο τρένο του ταξιδιού από την Τασκένδη στα Σκόπια, στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Οι γονείς του πατέρα μου από τη Δράμα πέρασαν στη Βουλγαρία και από εκεί στα Σκόπια. Ο Τίτο τότε τους φρόντισε πολύ. Εδωσε σπίτια, βοήθησε, έστησαν οι άνθρωποι νοικοκυριά.
Η γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου ήθελε όταν τα χρόνια πέρασαν να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο παππούς όμως, φανατικός κομμουνιστής, ήταν ανένδοτος. “Δεν θα πάμε κάπου που δεν έχουν κομμουνισμό” έλεγε. Πέθανε 50 χρόνων και στον τάφο του υπάρχει το χαρακτηριστικό κόκκινο αστέρι.
Οι δικοί μου για να ζήσουν μαζί κλέφτηκαν. Συνέβαινε εκείνα τα χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν 20 ετών, η μάνα μου 17. Εκαναν τέσσερις κόρες, εμένα και τις τρεις αδερφές μου. Μεγαλώσαμε στην πρώην Γιουγκοσλαβία και πήγαμε σχολείο εκεί. Στο σπίτι δεν μιλούσαμε παρά ελάχιστα Ελληνικά. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου μιλούσε Ελληνικά μόνο όταν δεν ήθελε να καταλαβαίνουμε.
Ο πατέρας είχε φορτηγά. Πηγαίναμε σχεδόν κάθε εβδομάδα. Στο σχολείο με φώναζαν Ελληνίδα γιατί ντυνόμουν πάντοτε σύμφωνα με την ελληνική μόδα. Τα πάντα άλλαξαν όμως όταν επιβλήθηκε το εμπάργκο από την Ελλάδα. Είχα να έρθω στην Ελλάδα τουλάχιστον έξι χρόνια. Ούτε οι δικοί μου μπορούσαν. Έβλεπαν οι αστυνομικοί ότι ήταν γεννημένοι στην Τασκένδη και δεν επέτρεπαν την είσοδο”.
Η (πολύ δύσκολη) επάνοδος στην Ελλάδα
Η Αθηνά συνεχίζει με μία ανάσα: “Από μικρή έλεγα ότι θα ζήσω στην Ελλάδα. Και να ξέρετε ότι αυτοί που ζουν στο εξωτερικό την Ελλάδα την αγαπάνε περισσότερο. Μάς φέρθηκαν όμως άσχημα εδώ, πρέπει να το πω. Είμαστε αδικημένοι και μάλιστα πολύ.
Ηρθαμε στην Ελλάδα το 1998 μαζί με την αδελφή μου. Για ένα μήνα, μέχρι να πάρουμε βίζα, μέναμε στο δρόμο, κοιμόμασταν έξω. Ελληνικά ξέραμε άλλα όχι πολλά. Τη γλώσσα που είχαμε μάθει εκεί που πήγαμε σχολείο, τα Μακεδονίτικα, φοβόμασταν να τα μιλήσουμε. Οι παππούδες μας δεν μάς έμαθαν ποτέ Ελληνικά αν και μιλούσαν οι ίδιοι, ειδικά η γιαγιά μου.
Στην Καστοριά ειδικά τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Η γλώσσα ήταν σχεδόν απαγορευμένη. Δεν μας επέτρεπαν πολλές φορές να τραγουδήσουμε τα τραγούδια μας και να χορέψουμε τα τραγούδια μας. Στα πανηγύρια έπρεπε να πάει η ώρα 1, για να φύγουν οι επίσημοι και να αρχίσουμε να ακούμε τα δικά μας τραγούδια στη γλώσσα που μάθαμε παιδιά. Αυτό νομίζω ότι δεν είναι δημοκρατία. Οι Πόντιοι, τους οποίους θαυμάζω, δεν είχαν τέτοια προβλήματα.
Να ξέρετε όμως κάτι. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μόνο Μακεδόνισσα. Ημουν Ελληνίδα και το έδειχνα. Αλλά, άσε με να είμαι αυτό που θέλω και να κάνω αυτό που αισθάνομαι. Ξέραμε από πολύ παλιά ότι υπήρχε ένα κομμάτι στην πρώην Γιουγκοσλαβία που λεγόταν Μακεδονία. Πώς θα άλλαζε ξαφνικά αυτό; Πώς θα τους λέγαμε να αλλάξουν όνομα;
Δεν έκανε κανείς πίσω. Και έτσι προέκυψε το αδιέξοδο τόσων χρόνων στο συγκεκριμένο ζήτημα”
Δεν το πίστευα όταν υπεγράφη η Συμφωνία
Μία γουλιά νερό και αμέσως η εξομολόγηση της Αθηνάς μπαίνει στη Συμφωνία των Πρεσπών. “Δεν θα τα διορθώσει όλα και αμέσως η Συμφωνία να ξέρετε, θα χρειαστεί χρόνος. Οταν η Συμφωνία υπεγράφη, πραγματικά δεν πίστευα στα αυτιά και στα μάτια μου. Φανταστείτε ότι έχασα πολλά από τα καλύτερα χρόνια. Ακουγε ο κόσμος στην Ελλάδα που είχα μεγαλώσει και άλλαζε δρόμο. Εκανα δύο χρόνια να πάρω χαρτιά, δεν μπορούσα να δουλέψω. Οι Αλβανοί αντιθέτως έπαιρναν αμέσως πράσινη κάρτα. Οταν πήρα ταυτότητα ελληνική, οι Ελληνες αστυνομικοί δεν το πίστευαν, έπαθαν πλάκα.
Να ξέρετε επίσης ότι οι Ελληνες που ζουν από παλιά στη Βόρεια Μακεδονία ήθελαν να ονομαστεί η χώρα σκέτο Μακεδονία. Τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Δεν περίμενα πραγματικά ότι θα υπογραφόταν ποτέ τέτοια Συμφωνία. Ο Τσίπρας και ο Ζάεφ αξίζουν πέρα για πέρα το Νόμπελ Ειρήνης. Τους λάτρεψα και τους δύο όταν τους είδα στις Πρέσπες να υπογράφουν.
Αγαπώ την Ελλάδα, νιώθω Ελληνίδα, το σκέτο Μακεδόνισσα δεν μου βγαίνει, σας το είπα και παραπάνω. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έγινε τόσος ντόρος με το δημοσίευμα του BBC. Δεν έλεγε πουθενά ότι η ελληνική Μακεδονία δεν είναι ελληνική. Ελεγε απλά ότι υπήρχαν άνθρωποι αδικημένοι. Θα με ρωτήσετε αν υπάρχει Μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα; Οχι, δεν το βλέπω έτσι, δεν συμφωνώ. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που μιλάμε αυτή τη γλώσσα αισθανόμαστε και είμαστε Ελληνες. Εγώ έτσι αισθάνομαι τουλάχιστον. Και έχει έρθει η ώρα να τα αφήσουμε όλα πίσω μας. Να πάμε μπροστά. Κοιτάξτε τι έγινε στην Αλβανία. Τα τελευταία 10 χρόνια έγινε άλλη χώρα με τα χρήματα που έφεραν οι μετανάστες από την Ελλάδα. Η Συμφωνία είναι ευκαιρία”.
Επιμύθιο: Οι ιστορίες των ανθρώπων ξεπερνούν τα στενά σύνορα των κρατών, τις μυθοπλασίες των εθνών και συνθέτουν την κυρίως ιστορική αλήθεια μακριά από προκαταλήψεις. Η Αθηνά Σιμιτζή είναι μία ελληνίδα που ομιλεί την ελληνική αλλά και τη «μακεδονική» όπως αποκαλούν την γλώσσα τους οι ομιλούντες την εν λόγω εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Τόσο απλά.