Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

"Όλα σε θυμίζουν":Μάνος Λοΐζος - Ρομαντικός και επαναστάτης!!

Μουσικός, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Σαν σήμερα, το 1982, έφυγε από τη ζωή ο Μάνος Λοΐζος.
Μέλος του ΚΚΕ, αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Τα τραγούδια του λιτά και
έντεχνα, συνδέθηκαν άμεσα με τις λαϊκές μάζες. Πολιτικά στρατευμένος καλλιτέχνης στα χρόνια της Χούντας και της μεταπολίτευσης, ακολούθησε την ποιότητα στο ελληνικό τραγούδι που χάραξαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Συνεργάστηκε με τους στιχουργούς, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Φώντα Λάδη και Γιάννη Νεγρεπόντη, καθώς και με τους ερμηνευτές, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλαντζή, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά. Τελευταίος δίσκος του ήταν τα «Γράμματα στην Αγαπημένη», σε στίχους του Τούρκου ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ, με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.

To 2007 χαρακτηρίστηκε από το μουσικό χώρο ως έτος Μάνου Λοΐζου, σε ένδειξη τιμής για τα 70 χρόνια από τη γέννησή του και τα 25 χρόνια από το θάνατο του. Έχει πει: Όταν έχω κέφια, είμαι σε θέση να μελοποιήσω ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο...

 


 

 

Η ζωή του
22 Οκτωβρίου 1937: Ο Μάνος Λοΐζος γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Είναι το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου, παντοπώλη που έχει φτάσει εκεί το 1924 από τους Αγίους Βαβατσινιάς (ένα χωριό της Λάρνακας της Κύπρου), και της Δέσποινας Μανάκη, κόρης γεωπόνου από τη Ρόδο.
1951-1952: Όντας μαθητής του Αβερώφειου Γυμνασίου της Αλεξάνδρειας, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική. Εγγράφεται σε τοπικό Ωδείο. Αρχίζει να μαθαίνει βιολί αλλά καταλήγει στην κιθάρα...
1954: Με συνομήλικους φίλους φτιάχνουν μια μικρή κομπανία που παίζει σε φιλικές και οικογενειακές εκδηλώσεις. Ο πατέρας του τού αγοράζει το πρώτο του πιάνο.
1955: Παίρνοντας το απολυτήριο του Αβερώφειου Γυμνασίου, έρχεται για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα. Με τέσσερις φίλους από την Αλεξάνδρεια συγκατοικούν στο Κολωνάκι. Εγγράφεται στη Φαρμακευτική Σχολή. 1956: Εγκαταλείπει την Φαρμακευτική και μπαίνει στην Ανωτάτη Εμπορική.
1957: Οι ιδιόμορφες συνθήκες που διαμορφώνονται στην Αίγυπτο με την κατάληψη της εξουσίας από τον Νάσερ επιβάλλουν τη μόνιμη πια εγκατάστασή του στην Αθήνα. Αρχικά μένει στην Κυψέλη.
1958: Συντροφιά με το φίλο του, επίσης φοιτητή τότε, Φώτη Κωνσταντινίδη, μετακομίζει στη Νέα Σμύρνη. Εκεί αρχίζει να ανακαλύπτει τόσο την Μαρξιστική ιδεολογία όσο και το νέο μουσικό κίνημα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται με τις πρώτες "παρεμβάσεις" του Μάνου Χατζιδάκι και την ευρύτερη αναγνώριση του ρεμπέτικου.
1960-1961: Παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει την Ανωτάτη Εμπορική. Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι σε ταβέρνα της Κω μέχρι γραφίστας σε διαφημιστικό γραφείο της πλατείας Κάνιγγος ή διακοσμητής. Φοιτά για λίγο στη Σχολή Βακαλό, αρχίζει να συνθέτει πιο εντατικά και βρίσκεται σε στενή επαφή με τους φοιτητικούς πολιτιστικούς μουσικούς κύκλους της Αριστεράς της εποχής. Στις 30 Δεκεμβρίου 1961 μια ομάδα 83 νέων -Φίλοι της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη- θα στείλουν στον Τύπο επιστολή διαμαρτυρίας "δια την άδικον και αντιπνευματικήν στάσιν των Ραδιοφωνικών μας Σταθμών, έναντι των τραγουδιών του, δια του αποκλεισμού από τας εκπομπάς των". Το όνομα Μανώλης Λοΐζου είναι το δεύτερο στη σειρά.
1962: Μέσω μιας κοινής φίλης, έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα κι εκείνος μεσολαβεί στην εταιρία Philips, έτσι ώστε να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Είναι το "Τραγούδι του δρόμου", ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου από ένα ποίημα του Lorca. Τους στίχους έχει "ανακαλύψει" δημοσιευμένους στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Τραγουδά ο Γιώργος Μούτσιος. Γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (Σ.Φ.Ε.Μ.) που δημιουργείται τον Απρίλιο με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και την προβολή νέων δημιουργών. Στις τάξεις του συλλόγου θα βρεθούν πολύ γρήγορα ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και πολλοί άλλοι. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας του Σ.Φ.Ε.Μ. και με αυτή συμμετέχει το καλοκαίρι στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη "Όμορφη Πόλη" που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Πάρκ.
1963: Στις 11 Μαρτίου δίνουν από κοινού με το Χρήστο Λεοντή την πρώτη τους συναυλία στο θέατρο Ακροπόλ. Τα έσοδα της συναυλίας διατίθενται για το Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Τη συναυλία προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας τα καλύτερα λόγια για τους πρωταγωνιστές της. Μάλιστα, τους κάνει... δώρο μια πέτρα που κάποιος εκτόξευσε εναντίον του τον Οκτώβριο του 1961 κατά τη διάρκεια συναυλίας στη Νάουσα. Το καλοκαίρι παίζει κάποια από τα πρώτα του τραγούδια στο πλαίσιο της μουσικής επιθεώρησης "Μαγική Πόλις" που ανέβηκε στο θέατρο Πάρκ σε μουσική των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι.
1964: Εμφανίζεται στην μπουάτ Στοά, στο Κολωνάκι, με τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο. Εκεί, κάποιο βράδυ, ένα νεαρό κορίτσι θα του δώσει δυο στίχους που θα παίξουν βασικό ρόλο στην κατοπινή πορεία του. Το κορίτσι είναι η Κωστούλα Μητροπούλου και οι στίχοι προορίζονται για τα τραγούδια "Ο δρόμος" και "Ο στρατιώτης".
1965: Το Μάρτιο παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, τη μετέπειτα συγγραφέα παιδικών βιβλίων, γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Με τη Μάρω έχουν γνωριστεί τρία χρόνια πριν στα παρασκήνια της "Όμορφης Πόλης", συνυπάρχουν στο Σ.Φ.Ε.Μ. και έχουν ήδη γράψει μαζί και κάποια τραγούδια. Δύο από αυτά, το "Νύχτα μικρή αρχόντισσα" και το "Φεγγάρι έρημο" τραγουδά σε δίσκο 45 στροφών ο Γιάννης Πουλόπουλος, εγκαινιάζοντας τη μικρή του συνεργασία με την δισκογραφική εταιρία Lyra του Αλέκου Πατσιφά. Θα ακολουθήσουν -με τον Γιάννη Πουλόπουλο πάλι- τα τραγούδια "Καράβια-Αλήτες" (στίχοι του Φώντα Λάδη), "Μικρός ο κόσμος γύρω μου" (στίχοι του Θανάση Χαμπίπη), "Ο δρόμος" με τη Σούλα Μπιρμπίλη (ένα ακόμα μελοποιημένο ποίημα του Lorca με ελληνικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου), "H κιθάρα" και η "Πρωτομαγιά" σε στίχους Μάρως Λήμνου. Γνωρίζει τον Γιάννη Νεγρεπόντη και πάνω σε στίχους του γράφει το "Στρατιώτη", τον "Τρίτο Παγκόσμιο" και αρκετά ακόμα τραγούδια που θα παραμείνουν ανέκδοτα στη δισκογραφία, αλλά θα ακουστούν αρκετά στο πλαίσιο του νεολαιίστικου κινήματος της εποχής. Γράφει μουσική για το έργο του Lorca "Το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα" από την Αλέκα Κατσέλη, για τη "Ρέστια" που ανεβάζει η Αλκηστις Γάσπαρη και για το "Ένα Κορίτσι στο Παράθυρο" που ανεβάζει ο Μίμης Φωτόπουλος. Με μουσικές και τραγούδια του γυρίζεται η ταινία "Μπετόβεν και Μπουζούκι" του Ορέστη Λάσκου. Γνωρίζει το Λευτέρη Παπαδόπουλο.
1966: Τον Αύγουστο γεννιέται η κόρη του Μυρσίνη. Κυκλοφορεί από την εταιρία Οdeon, το πρώτο τραγούδι που γράφει πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου ("Αυτό τ' αγόρι" με την Αλέκα Μαβίλη) και γνωρίζει επιτυχία. Τα δύο επόμενα τραγούδια που γράφουν μαζί και κυκλοφορούν με ερμηνεύτρια τη Ζωή Φυτούση ("Σαββατόβραδο" και "Πώς τον αγαπώ") θα περάσουν μάλλον απαρατήρητα. Το Δεκέμβριο, παρουσιάζει για πρώτη φορά σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και με τραγουδιστές τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο, τον κύκλο τραγουδιών "Τα Νέγρικα" που έχει γράψει πάνω σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Είναι η πρώτη απόπειρα συνύπαρξης με τους σύγχρονους διεθνείς νεανικούς ρυθμούς και τα ηλεκτρικά όργανα.
1967: Το τραγούδι "Η δουλειά κάνει τους άντρες", με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ακούγεται από την Ελένη Ροδά στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου "Τρούμπα '67". Το πραξικόπημα ματαιώνει κάποιες συναυλίες που διοργάνωσε η Πανσπουδαστική και στις οποίες επρόκειτο να παρουσιαστούν τα "Νέγρικα". Προκειμένου ν' αποφύγει τη σύλληψη, εγκαταλείπει την Ελλάδα το Σεπτέμβριο και εγκαθίσταται για ένα εξάμηνο στο Λονδίνο. Εκεί για να ζήσει με την οικογένειά του -που φτάνει λίγο αργότερα- παίζει μπουζούκι σε κυπριακές ταβέρνες.
1968: Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ετοιμάζει μαζί με το Λευτέρη Παπαδόπουλο τον πρώτο του μεγάλο δίσκο. Ο "Σταθμός", που κυκλοφορεί στο τέλος της χρονιάς, εγκαινιάζει την ετικέτα Μinοs για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρίας στην οποία και θα παραμείνει έκτοτε. Παράλληλα, γράφει μουσική και τραγούδια για τις ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου "Το Λεβεντόπαιδο" και "Η Νεράιδα και το Παλικάρι".
1969: Με το Λευτέρη Παπαδόπουλο γράφουν μουσική και τραγούδια για το ανέβασμα του μουσικοθεατρικού έργου του Αλκη Παππά "Γη S.O.S." από τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
1970: Κυκλοφορούν οι "Θαλασσογραφίες", δεύτερος μεγάλος δίσκος του, πάλι με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί σκόρπια τραγούδια με τον Στέλιο Καζαντζίδη ("Δε θα ξαναγαπήσω", "Όταν βλέπετε να κλαίω") και το Γιάννη Καλατζή ("Παραμυθάκι μου", "Τα πλεούμενα").
1971: Γράφει μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού "Ευδοκία". Το τραγούδι του "Αχ χελιδόνι μου" ηχογραφείται με το Γιώργο Νταλάρα και παράλληλα ακούγεται από τη Λίτσα Σακελλαρίου στην ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη "Η Ιδιωτική μου Ζωή", ενώ το "Μάνα δεν φυτέψαμε" ακούγεται από το Γιάννη Πάριο στην ταινία "Πρόκληση", επίσης του Ό.Ευστρατιάδη. Γράφει μουσική και τραγούδια για την ταινία του Ορέστη Λάσκου "Διακοπές στην Κύπρο".
1972: Κυκλοφορεί ο τρίτος μεγάλος δίσκος του ("Να 'Χαμε τι να 'Χαμε") σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Με τον Παπαδόπουλο γράφουν παράλληλα και κάποια τραγούδια που δε θα περάσουν από τη λογοκρισία της εποχής ("Ο αρχηγός", "Θα κλείσω το παράθυρο"), ενώ με δικούς του στίχους γράφει την "Πρώτη Μαΐου", τον "Τσε" και το "Μέρμηγκα". Γράφει τραγούδια για την ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη "Η Αλίκη Δικτάτωρ". Γίνεται ιδρυτικό στέλεχος της ΕΜΣΕ, του συνδικαλιστικού σωματείου των δημιουργών που θα ξεκινήσει με αφορμή την μεγάλη επέκταση της πειρατείας στο χώρο της δισκογραφίας.
1973: Η συνεργασία του με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου ξεκινάει με ένα τραγούδι που ακούγεται στους τίτλους της ταινίας των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού "Μαύρο-Ασπρο": "Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο κι ήμασταν δυο", τραγουδά η Χάρις Αλεξίου. Η μελωδία θα γίνει αργότερα πασίγνωστη με στίχους του ίδιου και με τίτλο "Καλημέρα ήλιε". Στα πλαίσια των αναζητήσεων του έξω από τις φόρμες του λαϊκού τραγουδιού, αρχίζει τη μελοποίηση ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, με ελληνική απόδοση του Γιάννη Ρίτσου. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου συλλαμβάνεται στο σπίτι του στο Χολαργό και κρατείται δέκα μέρες.
1974: Τον Απρίλιο κυκλοφορεί ο δίσκος "Καλημέρα Ήλιε" με στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου. Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής (με αποκορύφωμα τη συναυλία στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού που θα καταγράψει ο Νίκος Κούνδουρος στην ταινία του "Τραγούδια της Φωτιάς") και, στο τέλος του χρόνου, κυκλοφορεί στο δίσκο "Τα Τραγούδια του Δρόμου", με όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια είτε δεν τους είχε επιτραπεί η ηχογράφηση από τη λογοκρισία της επταετίας.
1975: Στο τέλος της χρονιάς, εννιά χρόνια μετά την πρώτη τους παρουσίαση σε συναυλίες, κυκλοφορούν για πρώτη φορά στη δισκογραφία τα "Νέγρικα", με στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη.
1976: Τον Οκτώβριο κυκλοφορούν "Τα Τραγούδια μας", ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών με στίχους του Φώντα Λάδη που καταγράφουν με άμεσο λόγο το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης. Βρίσκουν θέση σε κάθε κοινωνικοπολιτική διεκδίκηση της εποχής αλλά, την ίδια στιγμή, γνωρίζουν και αρκετούς αποκλεισμούς και απαγορεύσεις από το επίσημο κράτος.
1978: Αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΜΣΕ και πρωτοστατεί στη δημιουργία φορέα είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Παντρεύεται την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη.
1979: Τον Ιούνιο κυκλοφορεί ο δίσκος "Τα Τραγούδια της Χαρούλας", με στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα, άλμπουμ που σηματοδοτεί την -ύστερα από τόσα χρόνια δημιουργικής πολιτικής στράτευσης- εκ νέου κατεύθυνση του δημιουργού προς ένα "καθημερινό λαϊκό τραγούδι".
1980: Τον Οκτώβριο κυκλοφορεί ο δίσκος "Για μια Μέρα Ζωής" που είναι και ο τελευταίος του. Μέσα από τραγούδια με στίχους διαφόρων στιχουργών επιχειρεί μια προσέγγιση στον ηλεκτρικό ήχο της εποχής.
1981: Τον Μάιο πραγματοποιεί σειρά συναυλιών στο εξωτερικό (Καναδάς, Η.Π.Α., Αγγλία, Σουηδία). Τον Ιούνιο, μαζί με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο, ξεκινούν σειρά κοινών συναυλιών ανά την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο θα μπει στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και, στο τέλος του χρόνου, θα ταξιδέψει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις.
1982: Στις 8 Ιουνίου θα χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα μείνει ένα μήνα στο νοσοκομείο και στις 16 Αυγούστου θα ταξιδέψει εκ νέου στη Μόσχα, προκειμένου να συνεχίσει τη νοσηλεία του. Στις 7 Σεπτεμβρίου θα υποστεί και δεύτερο εγκεφαλικό, το οποίο θα αποβεί μοιραίο. Δέκα μέρες αργότερα (17 Σεπτεμβρίου) θα φύγει για πάντα...

xstv.gr
"Όλα σε θυμίζουν Μάνο σήμερα…
Ο Μάνος Λοΐζος στη σύντομη ζωή του, με τη μουσική του σφράγισε μια ολόκληρη εποχή, μέσα από τραγούδια ερωτικά, τρυφερά, μελαγχολικά, πολιτικά, επαναστατικά και εν τέλει διαχρονικά, τα οποία αγαπιούνται ακόμα. Όλα δημιουργίες ενός δημοφιλή καλλιτέχνη που αδυνατεί να ξεχαστεί, αφού κατάφερε κάτι πραγματικά σημαντικό: να ενώσει το έντεχνο τραγούδι με το λαϊκό...
Ήταν χαμογελαστός και τρυφερός, παθιασμένος και καρτερικός, ευγενής και ονειροπόλος, σκορποχέρης και γενναιόδωρος, νωχελικός και τελειομανής, ένας άνθρωπος ήπιων τόνων ο οποίος μέσα του έβραζε, με μία αθωότητα παιδική, αλλά και με την υπερηφάνεια ενός χαρισματικού καλλιτέχνη που αισθανόταν την πληρότητα.
Άλλωστε, διέθετε μία μοναδική ικανότητα: να συνθέτει συνεχώς εξαιρετικές μελωδίες χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Αλλά πάνω απ’ όλα, ζούσε το παρόν σαν να ήταν αθάνατος: Πίστευε ότι εδώ τελειώνουν όλα, δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο από το τώρα, δεν κοίταζε το αύριο. Και γι’ αυτό έκανε τα πάντα σε περίσσεια: κάπνιζε πολύ, ερωτευόταν πολύ, αγαπούσε πολύ, ενθουσιαζόταν, ξενυχτούσε, έπινε -είχε μία διαδρομή μικρή, αλλά γεμάτη. Σαν να ήξερε -κατά βάθος- ότι θα ήταν σύντομο το πέρασμά του.
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια και ήταν το μοναδικό παιδί ενός παντοπώλη -που είχε μεταναστεύσει εκεί από ένα χωριό της Κύπρου- και της κόρης ενός γεωπόνου από τη Ρόδο. Η παιδική του ηλικία, σε αντίθεση με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, ήταν ευτυχισμένη με το επάγγελμα του πατέρα του να εξασφαλίζει στην οικογένεια μία αρκετά άνετη ζωή. Είναι η εποχή που η ελληνική παροικία της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας εξακολουθεί να ευημερεί. Όσο για το ενδιαφέρον του μικρού αγοριού για τη μουσική θα εκδηλωνόταν από νωρίς.
«Στην Αλεξάνδρεια, περνούσε κάθε μέρα από το δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής. Μια μέρα, ο πατέρας μου μού αγόρασε ένα από αυτά τα βιολάκια που πουλούσε ο γέρος. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πού. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που το έφτιαχνε!» θα θυμηθεί, γελώντας, χρόνια μετά. Δεν άργησε, πάντως, να αποκτήσει ένα αληθινό βιολί και να αρχίσει κανονικά μαθήματα. Έπειτα απέκτησε μια κιθάρα και μετά ένα πιάνο.
«Κόντευα πια να γίνω σπουδαίος μουσικός» θα πει με το χαρακτηριστικό του χιούμορ, για να προσθέσει: «Κάπως έτσι βρέθηκα μερικά χρόνια μετά να ξέρω αρκετή μουσική». Κατά κάποιον τρόπο -θα έλεγε κανείς- ότι τη μουσική την είχε από πάντα μέσα του. Χρειαζόταν μόνο ένα ερέθισμα, μια αφορμή, για να προκύψουν μερικές από τις καλύτερες -όπως αποδείχτηκε- μουσικές συνθέσεις στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Στο μεταξύ, ο δεκαοχτάχρονος -πλέον- νεαρός μεταβαίνει, το 1955, για σπουδές στην Αθήνα. Εγγράφεται στη Φαρμακευτική Σχολή για να την εγκαταλείψει λίγο μετά και να εισαχθεί στην Ανωτάτη Εμπορική.
Όμως, με την πάροδο του χρόνου, αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά επιμελής με τις σπουδές του: το μυαλό του ήταν αλλού. Αρχίζει να ανακαλύπτει τη μαρξιστική ιδεολογία, αλλά και τις νέες μουσικές τάσεις που διαμορφώνεται με την καταιγιστική επιρροή του Μάνου Χατζιδάκι και την αναγνώριση του ρεμπέτικου. Παράλληλα, εμπλουτίζει τα ακούσματά του μες στις φοιτητικές παρέες, εμβαθύνει τις γνώσεις του στο πιάνο και την κιθάρα, αλητεύει, παθιάζεται, ερωτεύεται, κάνει φιλίες.
Και ακόμη, παρατάει την Εμπορική, φοιτά για λίγο στη Σχολή Βακαλό, αρχίζει να συνθέτει πιο συστηματικά, ενώ βρίσκεται πάντα σε επαφή με τις παρέες της αριστεράς. Ήδη είχε επιλέξει μία δύσκολη πορεία, με την οικονομική του κατάσταση να είναι απλώς κακή. Έχει πάψει να δικαιούται φοιτητικό συνάλλαγμα και για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι μέχρι γραφίστας και διακοσμητής. Παρ’ όλα αυτά, τον διέκρινε μία ηρεμία απέναντι στις κακοτοπιές, όπως εξηγεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, αδερφικός φίλος του και στιχουργός των σημαντικότερων τραγουδιών του.
Ο Μάνος αντιμετώπιζε τις δυσκολίες με καρτερικότητα, αλλά και τις χαρές χωρίς καμιά βιασύνη. Ρούφαγε τα πράγματα αργά-αργά με επίσημες γουλιές».
Με την πάροδο του χρόνου το πάθος του για τη μουσική γίνεται εντονότερο. Το 1960, φοιτητής ακόμα, ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το τραγούδι του Δρόμου»- ένα ποίημα του Λόρκα σε απόδοση Νίκου Γκάτσου. Αυτό ήταν το έναυσμα για να έρθει σε επαφή με άλλους καλλιτέχνες της εποχής του.
Η δημιουργία του Σύλλογου Φίλων Ελληνικής Μουσικής, το 1962, ήταν η απόρροια αυτών των γνωριμιών, αλλά και ένα σημαντικό βήμα για συνθέτες, τραγουδιστές, μουσικούς και ποιητές. Οι επαφές του μέσα από το σύλλογο με τον - Μίκη Θεοδωράκη, τον Σαββόπουλο, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Φώντα Λάδη και άλλους, θα αποδεικνύονταν καθοριστικές- τόσο για τις μουσικές όσο και για τις πολιτικές του κατευθύνσεις.
Επίσης, την ίδια χρονιά, συμμετέχει στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη «Όμορφη Πόλη» στο θέατρο Παρκ. Στα παρασκήνια του θεάτρου γνωρίζει την Μάρω Λήμνου: θα παντρευτούν τρία χρόνια μετά και θα αποκτήσουν την κόρη τους- τη Μυρσίνη.
Όλα δείχνουν πλέον ότι η προσωπική του ζωή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία απρόσκοπτη ενασχόληση με τη μουσική. Και πράγματι, εκείνον τον καιρό αρχίζει η συνεργασία του -και μία βαθιά φιλία- με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο σε στίχους του οποίου θα προκύψουν μερικά αριστουργήματα. Αλλά το πραξικόπημα του 1967 αλλάζει τα δεδομένα.
Αρχίζουν οι συλλήψεις -πρώτα ο Σαββόπουλος και στη συνέχεια ο Θεοδωράκης- και για να αποφύγει τα κρατητήρια, Φεύγει στην Αγγλία με τη γυναίκα του. Έπειτα από έξι μήνες επιστρέφει και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον οποίο φτιάχνουν πολλά τραγούδια που έμελλε να γίνουν σημαντικές επιτυχίες: «Δελφίνι Δελφινάκι», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Σεβάχ ο Θαλασσινός».
Το 1968 κυκλοφορεί ο πρώτος μεγάλος δίσκος του Μάνου Λοΐζου, ο «Σταθμός» -σε στίχους του Παπαδόπουλου- με επιρροές από τα ελαφρολαϊκά τραγούδια της εποχής, αλλά και ένα εντυπωσιακά προσωπικό ύφος στο οποίο συνυπάρχουν επιδέξια η νοσταλγική διάθεση με την γνήσια ευαισθησία -όπως στο «Παλιό Ρολόι»- καθώς και κάποιες συναρπαστικές οργανικές μελωδίες.
Δύο χρόνια μετά βγαίνουν οι «Θαλασσογραφίες» σε στίχους, πάλι, του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Εδώ η θάλασσα γίνεται η αφορμή για τον δημιουργό να μιλήσει για πράγματα περισσότερο καθημερινά με έναν τρόπο απλό, αλλά καθόλου αυτονόητο: κυριαρχούν η ανάμνηση και η ρεμβώδης διάθεση, το παραμύθι του θαλασσινού, ο έρωτας, η τρυφερότητα, η πικρία. Με το σπουδαίο αυτό έργο ο συνθέτης προσδιορίζει τη σχέση του με τις φόρμες του λαϊκού τραγουδιού σε αντιστοιχία με τις δικές του καταβολές. Στις αρχές του 1972 γράφει και τη μουσική για την ταινία «Ευδοκία»: μια σειρά από λαϊκά μοτίβα με πιο γνωστό, βέβαια, το κλασικό «Ζεϊμπέκικο».
Εάν, πάντως, κάτι χαρακτηρίζει το έργο του Μάνου Λοΐζου είναι το γεγονός ότι δημιούργησε καταπληκτικά τραγούδια χρησιμοποιώντας εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής. Έχει συνθέσει εξαιρετικά ροκ κομμάτια -«Το εμβατήριο» «Αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι», «Γ’ Παγκόσμιος» με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, μερικά από τα ομορφότερα λαϊκά όπως το «Δε θα ξαναγαπήσω» που πρωτοερμήνευσε ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, το «Ολα σε θυμίζουν» και «Ο φαντάρος» με τις διαχρονικές ερμηνείες της Χαρούλας Αλεξίου, «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Εχω έναν καφενέ» και άλλα αγαπημένα τραγούδια που καθιέρωσαν τον Γιώργο Νταλάρα. Ακόμη, μερικές από τις καλύτερες μπαλάντες της ελληνικής μουσικής, «Σ’ ακολουθώ», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Μια καλημέρα είναι αυτή», «ο Αρχηγός», τα «νέγρικα» σε ρυθμό τζαζ, όπως «ο γέρο-Νέγρο Τζιμ».
Και ακόμη τα αξέχαστα τραγούδια των αγώνων όπως «Το Ακορντεόν», τον «Δρόμο» και το «Καλημέρα ήλιε» σε στίχους του ίδιου του συνθέτη: «το κόκκινο για τη ροδιά/ το πράσινο για τα παιδιά/ για της Μυρσίνης την ποδιά/ μια Παναγιά». Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής, ενώ θα κυκλοφορήσει όλα εκείνα τα τραγούδια του που είχαν απαγορευτεί από τη λογοκρισία της επταετίας.
Δυστυχώς τα πρώτα προβλήματα με την υγεία του κάνουν ξαφνικά την εμφάνιση τους. Τον Ιούνιο του 1981 ξεκινάει με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο, συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο, ωστόσο, θα μπει στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος του χρόνου ταξιδεύει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος συνοψίζει: «Η ζωή του είναι η ζωή ενός δεκαοχτάχρονου. Ξενυχτάει, πίνει, καπνίζει, ενώ έχει λανσάρει ειδικό ωράριο για τη χρήση του αλκοόλ. Κάπου-κάπου θυμάται τις προειδοποιήσεις των γιατρών για την υγεία του. Αυτά όμως για λίγο. Μετά ξανακατρακυλά».
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε ξαναπαντρευτεί -την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη- και συνέχιζε να ζει όπως πριν. Λίγο μετά πηγαίνει και πάλι στη Μόσχα. Ηταν το τελευταίο του ταξίδι. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1982 και ενώ νοσηλεύεται στη ρωσική πρωτεύουσα παθαίνει εγκεφαλικό. Οι γιατροί θα τον κρατήσουν στη ζωή για δέκα μέρες. Προηγουμένως ηχογράφησε τρεις μελωδίες σε στίχους δικούς του «Πρώτη Μαΐου», «Σ’ ακολουθώ»- και «Χαράματα Ομόνοια» σε λόγια του Μανώλη Ρασούλη. Ήταν τα τελευταία του τραγούδια που κυκλοφόρησαν σε δίσκο, πέντε μήνες προτού σωπάσει πρόωρα και για παντοτινά- παίρνοντας μαζί του ό,τι άλλο σημαντικό είχε, ακόμα, να μας δώσει...
 από Ιωάννα Λουλάκη (fb)